ἀγρός

ἀγρός
ἀγρός, οῦ, ὁ (cp. ἄγω: DELG s.v. ἀγρός; Hom.+) field, land, countryside.
open country as opposed to city or village, countryside, land, field Hv 2, 1, 4; 9:3 al. ἐν (τῷ) ἄγρῳ in the field (PAmh 134, 5; ‘[like a gazelle] in open country’ 2 Km 2:18; 10:8 al.) Mt 24:18; Lk 17:31; εἰς τὸν ἀγρόν in the field Mk 13:16; εἶναι ἐν (τῷ) ἀ. Mt 24:40; Lk 15:25; 17:35 v.l.; ἔρχεσθαι εἰς τὸν ἀ. go (out) into the country Hv 3, 1, 2; πορεύεσθαι εἰς ἀ. (Timaeus Hist. [IV/III B.C.]: 566 Fgm. 48, 2 Jac. [Athen. 12, 15, 518d]; Ruth 2:2) Mt 24:18; Mk 16:12 or ὑπάγειν εἰς ἀ. Hv 4, 1, 2; περιπατεῖν εἰς τὸν ἀ. Hs 2:1. ἔρχεσθαι ἀπʼ ἀγροῦ come in fr. the country Mk 15:21; Lk 23:26; εἰσέρχεσθαι ἐκ τοῦ ἀ. (cp. PEleph 13, 6 οὔπω εἰσελήλυθεν ἐξ ἀγροῦ; Gen 30:16; Jos., Ant. 5, 141) Lk 17:7 (s. B-D-F §255; Mlt. 82); cp. πάρεστιν ἀπʼ ἀγροῦ 11:6 D.—B. 1304.
freq. in pl. property that is used for farming purposes, farm, estate (cp. Lat. ager=estate.—X., Mem. 3, 9, 11; SIG 914, 39; OGI 235, 2; 1 Km 8:14; 22:7 al.; cp. Josh 19:6; Jos., Ant. 17, 193) Mt 19:29; 22:5; Mk 10:29f; 14:18 (but s. 3); Lk 15:15. W. πόλις: ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς among the farms Mk 5:14; Lk 8:34; w. κῶμαι (Dio Chrys. 13 [7], 42) Mk 6:36; Lk 9:12; w. κῶμαι and πόλεις Mk 6:56.
land put under cultivation, arable land, field (X., Mem. 1, 1, 8) Mt 13:24, 27, 31, 38; Lk 14:18 (s. 2); Ac 4:37; Hv 3, 1, 3. In it grow τὰ κρίνα τοῦ ἀ. wild lilies Mt 6:28; χόρτος τοῦ ἀ. (Gen 3:18; 4 Km 19:26) vs. 30; ζιζάνια τοῦ ἀ. weeds in the field 13:36; παμβότανον τοῦ ἀ. 1 Cl 56:14 (Job 5:25).—Used to hide treasure Mt 13:44; ἀ. τοῦ κεραμέως potter’s field 27:7f, 10 (s. GStrecker, Der Weg der Gerechtigkeit ’62, 76–82). KDieterich, RhM 59, 1904, 226ff.—M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀγρός — field masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 …   Dictionary of Greek

  • αγρός — ο 1. χωράφι, κτήμα, όπου καλλιεργούνται κυρίως δημητριακά. 2. στον πληθ., αγροί είναι ολόκληρη η έξω από μια πόλη καλλιεργούμενη έκταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καλός Αγρός — Sp Kalòs Ãgras Ap Καλός Αγρός/Kalos Agros L ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Καλός Αγρός — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 1.216 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 9 χλμ. ΝΔ της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δράμας …   Dictionary of Greek

  • ἀγροί — ἀγρός field masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρούς — ἀγρός field masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρέ — ἀγρός field masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρῷ — ἀγρός field masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρόν — ἀγρός field masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύαγρος — (I) ο, ΝΜΑ αγριόχοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + αγρός (< ἀγρός), πρβλ. ἵππ αγρος]. (II) ὁ, Α (για κυνηγετικό σκύλο) αυτός που κυνηγά αγριόχοιρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + αγρός (< ἄγρα), πρβλ. θήρ αγρος, μύ αγρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”